κωμειδύλλιο

κωμειδύλλιο
Είδος ελληνικής μουσικής κωμωδίας με ηθογραφικό περιεχόμενο, που ενθουσίασε τη γενιά του τέλους του 19ου αι. Η δημιουργία του κ. εμφανίστηκε στο πλαίσιο της ανανέωσης της ελληνικής λογοτεχνίας, που συντελέστηκε με τη γενιά του 1880 και την εμφάνιση της λαογραφίας. Ένας ενθουσιασμός είχε κυριεύσει τότε τους κατοίκους των πόλεων (ιδιαίτερα της Αθήνας) για τη ζωή του χωριού και για ό,τι προκαλούσε αυτή η γοητευτική μετάβαση του αστού στην ύπαιθρο· και οι υποθέσεις των κ. εκτυλίσσονταν στο γραφικό περιβάλλον της ελληνικής υπαίθρου. Η ιστορία αυτού του νέου είδους ξεκίνησε με την παράσταση της Τύχης της Μαρούλας (1888), έργο που έγραψαν σε συνεργασία ο Κόκκος και ο Δημήτριος Κορομηλάς (1850-1898). Ο Κορομηλάς ήταν πολυγραφότατος. Ορισμένα από τα έργα του συγκίνησαν το κοινό της εποχής του, ενώ ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας (1892) κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι σήμερα. Τρίτος εκπρόσωπος του κ. υπήρξε ο Σπυρίδων Περεσειάδης (1864-1918), ο οποίος έγραψε την Γκόλφω, ένα από τα πιο χαρούμενα –μαζί με τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας– έργα του είδους αυτού.
* * *
το
μικρή ελαφρά κωμωδία, ζωηρής και εύθυμης πλοκής, με δίστιχα που συντίθενται πολλές φορές σε γνωστές λαϊκές ρίμες, η οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη σάτιρα και στα διφορούμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κωμωδειδύλλιο με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < κωμῳδία + εἰδύλλιον. Η λ., στον λόγιο τ. κωμειδύλλιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωμειδύλλιο — το είδος κωμωδίας που έχει ειδυλλιακή υπόθεση και τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Παντόπουλος, Ευάγγελος — (Αθήνα 1860 – 1913). Έλληνας ηθοποιός. Η πλούσια καλλιτεχνική του φύση και το πάθος του για το θέατρο εκδηλώθηκαν από την παιδική του ηλικία· εγκατέλειψε το γυμνάσιο και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο και φωνητικής μουσικής στο …   Dictionary of Greek

  • Komidyllio — Das Komidyllio (griechisch κωμειδύλλιο, Kofferwort aus komodia κωμωδία ‚Komödie‘ und idyllio ειδύλλιο ‚Idyll, Romanze‘) ist eine griechische Form des Singspiels, die im späten 19. Jahrhundert entstand. Als eigentlicher Schöpfer der Gattung… …   Deutsch Wikipedia

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • κωμειδυλλιογράφος — ο συγγραφέας κωμειδυλλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμειδύλλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • πικ-νικ — το, Ν άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ] …   Dictionary of Greek

  • Παπαϊωάννου, Γιάννης — (Αθήνα 1873 – 1931). Έλληνας ηθοποιός και θιασάρχης. Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, την οποία εγκατέλειψε και ανέβηκε νεότατος στη σκηνή (Σέρρες, 1892), αρχικά ως τραγουδιστής, στο κωμειδύλλιο Η λύρα του Γερονικόλα. Υποδύθηκε με επιτυχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”